χερόψαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χερόψαρο | τα | χερόψαρα |
γενική | του | χερόψαρου | των | χερόψαρων |
αιτιατική | το | χερόψαρο | τα | χερόψαρα |
κλητική | χερόψαρο | χερόψαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χερόψαρο < χερό- + -ψαρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική handfish)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχερόψαρο ουδέτερο
- (ψάρι) σπάνιο είδος ψαριού (γένος Brachionichthys) που φαίνεται σαν να έχει χέρια και να περπατάει στο βυθό της θάλασσας