χελωνιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χελωνιάρης | η | χελωνιάρα | το | χελωνιάρικο |
γενική | του | χελωνιάρη | της | χελωνιάρας | του | χελωνιάρικου |
αιτιατική | τον | χελωνιάρη | τη | χελωνιάρα | το | χελωνιάρικο |
κλητική | χελωνιάρη | χελωνιάρα | χελωνιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χελωνιάρηδες | οι | χελωνιάρες | τα | χελωνιάρικα |
γενική | των | χελωνιάρηδων | — | των | χελωνιάρικων | |
αιτιατική | τους | χελωνιάρηδες | τις | χελωνιάρες | τα | χελωνιάρικα |
κλητική | χελωνιάρηδες | χελωνιάρες | χελωνιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχελωνιάρης, -α, -ικο
- που οι αδένες του λαιμού ενός έχουν εξογκωθεί και πετρώσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία χελωνιάρης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)