↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χελωνιάρης η χελωνιάρα το χελωνιάρικο
      γενική του χελωνιάρη της χελωνιάρας του χελωνιάρικου
    αιτιατική τον χελωνιάρη τη χελωνιάρα το χελωνιάρικο
     κλητική χελωνιάρη χελωνιάρα χελωνιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χελωνιάρηδες οι χελωνιάρες τα χελωνιάρικα
      γενική των χελωνιάρηδων των χελωνιάρικων
    αιτιατική τους χελωνιάρηδες τις χελωνιάρες τα χελωνιάρικα
     κλητική χελωνιάρηδες χελωνιάρες χελωνιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χελωνιάρης < χελών(α) + -ιάρης[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

χελωνιάρης, -α, -ικο

  • που οι αδένες του λαιμού ενός έχουν εξογκωθεί και πετρώσει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)