↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χελωνίσιος η χελωνίσια το χελωνίσιο
      γενική του χελωνίσιου της χελωνίσιας του χελωνίσιου
    αιτιατική τον χελωνίσιο τη χελωνίσια το χελωνίσιο
     κλητική χελωνίσιε χελωνίσια χελωνίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χελωνίσιοι οι χελωνίσιες τα χελωνίσια
      γενική των χελωνίσιων των χελωνίσιων των χελωνίσιων
    αιτιατική τους χελωνίσιους τις χελωνίσιες τα χελωνίσια
     κλητική χελωνίσιοι χελωνίσιες χελωνίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χελωνίσιος < χελών(α) + -ίσιος

  Επίθετο

επεξεργασία

χελωνίσιος, -α, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία