↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χειρόνιπτρον τὰ χειρόνιπτρ
      γενική τοῦ χειρονίπτρου τῶν χειρονίπτρων
      δοτική τῷ χειρονίπτρ τοῖς χειρονίπτροις
    αιτιατική τὸ χειρόνιπτρον τὰ χειρόνιπτρ
     κλητική ! χειρόνιπτρον χειρόνιπτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χειρονίπτρω
γεν-δοτ τοῖν  χειρονίπτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειρόνιπτρον < χειρό- + -νιπτρον. Μορφολογικά αναλύεται σε χείρ + νίπτω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειρόνιπτρον, -ου ουδέτερο

  1. λεκάνη για το πλύσιμο των χεριών
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 9, 75 408d, @scaife.perseus, @archive.org, @el.wikisource
    χειρόνιπτρον δ’ Εὔπολις ἐν Δήμοις·
    κἄν τις τύχῃ πρῶτος δραμὼν εἴληφε χειρόνιπτρον
    ἀνὴρ δ’ ὅταν τις ἀγαθὸς ᾖ καὶ χρήσιμος πολίτης
    νικᾷ τε πάντας χρηστὸς ὤν, οὐκ ἔστι χειρόνιπτρον.
    ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή Εύπολις.
     συνώνυμα: χειρόνιβον, χέρνιβον, χέρνιψ, χερνιβεῖον
  2. το νερό που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των χεριών
  3. το πλύσιμο των χεριών

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία