χειροβομβίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειροβομβίδα < χειρο- + καθαρεύουσα βομβίς > βομβίδα, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Handgranate[1][2]
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειροβομβίδα θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) βομβίδα που εκσφενδονίζεται με το χέρι
Δείτε επίσης επεξεργασία
- χειροβομβίδα στη Βικιπαίδεια
- γρανάτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χειροβομβίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.