Δείτε επίσης: χειροβομβίς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειροβομβίδα οι χειροβομβίδες
      γενική της χειροβομβίδας των χειροβομβίδων
    αιτιατική τη χειροβομβίδα τις χειροβομβίδες
     κλητική χειροβομβίδα χειροβομβίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειροβομβίδα < χειρο- + καθαρεύουσα βομβίς > βομβίδα, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Handgranate[1][2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειροβομβίδα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χειροβομβίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.