↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βομβίδα οι βομβίδες
      γενική της βομβίδας των βομβίδων
    αιτιατική τη βομβίδα τις βομβίδες
     κλητική βομβίδα βομβίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βομβίδα < καθαρεύουσα βομβίς, από την αιτιατική: τὴν βομβίδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βομβίδα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία