βομβίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βομβίδα | οι | βομβίδες |
γενική | της | βομβίδας | των | βομβίδων |
αιτιατική | τη | βομβίδα | τις | βομβίδες |
κλητική | βομβίδα | βομβίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβομβίδα θηλυκό
- μικρή βόμβα