χειροβομβίς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χειροβομβίς | αἱ | χειροβομβίδες | ||||
γενική | τῆς | χειροβομβίδος | τῶν | χειροβομβίδων | ||||
δοτική | τῇ | χειροβομβίδι | ταῖς | χειροβομβίσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | χειροβομβίδα | τὰς | χειροβομβίδας | ||||
κλητική ὦ! | χειροβομβίς* | χειροβομβίδες | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειροβομβίς (μαρτυρείται από το 1847)[1] < → και δείτε τη λέξη χειροβομβίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειροβομβίς, -ίδος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1107, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου