↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χειμωνανθός οι χειμωνανθοί
      γενική του χειμωνανθού των χειμωνανθών
    αιτιατική τον χειμωνανθό τους χειμωνανθούς
     κλητική χειμωνανθέ χειμωνανθοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειμωνανθός < χειμώνας + ανθός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειμωνανθός αρσενικό

  1. (βοτανική, λουλούδι) φυτό, με προέλευση την Κίνα, που έχει μικρά κίτρινα φυτά και ανθίζει το χειμώνα (Chimonanthus praecox)
  2. (γενικότερα) χειμωνιάτικο άνθος, κάθε λουλούδι που ανθίζει μέσα στο χειμώνα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία