↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χασεδένιος η χασεδένια το χασεδένιο
      γενική του χασεδένιου της χασεδένιας του χασεδένιου
    αιτιατική τον χασεδένιο τη χασεδένια το χασεδένιο
     κλητική χασεδένιε χασεδένια χασεδένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χασεδένιοι οι χασεδένιες τα χασεδένια
      γενική των χασεδένιων των χασεδένιων των χασεδένιων
    αιτιατική τους χασεδένιους τις χασεδένιες τα χασεδένια
     κλητική χασεδένιοι χασεδένιες χασεδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χασεδένιος < χασές, πληθυντικός χασέδ(ες) + -ένιος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xa.seˈðe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐σε‐δέ‐νιος

  Επίθετο

επεξεργασία

χασεδένιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία