Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασαπόσκυλο τα χασαπόσκυλα
      γενική του χασαπόσκυλου των χασαπόσκυλων
    αιτιατική το χασαπόσκυλο τα χασαπόσκυλα
     κλητική χασαπόσκυλο χασαπόσκυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χασαπόσκυλο < χασάπ(ης) + -ό- + σκυλ(ί) + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χασαπόσκυλο ουδέτερο

  1. αδέσποτος σκύλος που τριγυρίζει για φαγητό στα κρεοπωλεία
  2. (μεταφορικά, για άνθρωπο) χαραμοφάης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.