χασαπόσκυλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χασαπόσκυλο ουδέτερο
- αδέσποτος σκύλος που τριγυρίζει για φαγητό στα κρεοπωλεία
- (μεταφορικά, για άνθρωπο) χαραμοφάης
Μεταφράσεις επεξεργασία
χασαπόσκυλο
|
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.