χαμσίνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαμσίνι | τα | χαμσίνια |
γενική | του | χαμσινιού | των | χαμσινιών |
αιτιατική | το | χαμσίνι | τα | χαμσίνια |
κλητική | χαμσίνι | χαμσίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xamˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαμ‐σί‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαμσίνι ουδέτερο
- (άνεμος) ο δυτικός άνεμος που πνέει στη Βόρειο Αφρική και την Αραβική χερσόνησο μεταφέροντας σύννεφα άμμου από την έρημο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Khamsin στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ χαμσίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας