Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαμηλοτάκουνος η χαμηλοτάκουνη το χαμηλοτάκουνο
      γενική του χαμηλοτάκουνου της χαμηλοτάκουνης του χαμηλοτάκουνου
    αιτιατική τον χαμηλοτάκουνο τη χαμηλοτάκουνη το χαμηλοτάκουνο
     κλητική χαμηλοτάκουνε χαμηλοτάκουνη χαμηλοτάκουνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαμηλοτάκουνοι οι χαμηλοτάκουνες τα χαμηλοτάκουνα
      γενική των χαμηλοτάκουνων των χαμηλοτάκουνων των χαμηλοτάκουνων
    αιτιατική τους χαμηλοτάκουνους τις χαμηλοτάκουνες τα χαμηλοτάκουνα
     κλητική χαμηλοτάκουνοι χαμηλοτάκουνες χαμηλοτάκουνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμηλοτάκουνος < χαμηλο- + τακούν(ι) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.mi.loˈta.ku.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μη‐λο‐τά‐κου‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

χαμηλοτάκουνος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία