ψηλοτάκουνος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ψηλοτάκουνος -η -ο
- οι ψηλοτάκουνες γόβες, ενώ την κολακεύουν, την κουράζουν πολύ
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ψηλοτάκουνος
ψηλοτάκουνος -η -ο