Ετυμολογία

επεξεργασία
ψηλοτάκουνος < ψηλός + τακούνι


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηλοτάκουνος η ψηλοτάκουνη το ψηλοτάκουνο
      γενική του ψηλοτάκουνου της ψηλοτάκουνης του ψηλοτάκουνου
    αιτιατική τον ψηλοτάκουνο την ψηλοτάκουνη το ψηλοτάκουνο
     κλητική ψηλοτάκουνε ψηλοτάκουνη ψηλοτάκουνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηλοτάκουνοι οι ψηλοτάκουνες τα ψηλοτάκουνα
      γενική των ψηλοτάκουνων των ψηλοτάκουνων των ψηλοτάκουνων
    αιτιατική τους ψηλοτάκουνους τις ψηλοτάκουνες τα ψηλοτάκουνα
     κλητική ψηλοτάκουνοι ψηλοτάκουνες ψηλοτάκουνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

ψηλοτάκουνος -η -ο

οι ψηλοτάκουνες γόβες, ενώ την κολακεύουν, την κουράζουν πολύ

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία