χαιράμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαιράμενος < (λαϊκότροπο) μτχ. του χαίρομαι μεσαιωνική ελληνική χαιράμενος (σχημ. κατ' αναλογία προς τις μετοχές των ρημάτων σε -αμαι όπως ίσταμαι-ιστάμενος)
Μετοχή επεξεργασία
χαιράμενος
- (λαϊκότροπο) το χαιρόμενος σε παλιότερους χαιρετισμούς
- (παρωχημένο) ευχή σε γάμο
- στερεωμένοι και χαιράμενοι
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαιράμενος
|