Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαδιάρικος η χαδιάρικη το χαδιάρικο
      γενική του χαδιάρικου της χαδιάρικης του χαδιάρικου
    αιτιατική τον χαδιάρικο τη χαδιάρικη το χαδιάρικο
     κλητική χαδιάρικε χαδιάρικη χαδιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαδιάρικοι οι χαδιάρικες τα χαδιάρικα
      γενική των χαδιάρικων των χαδιάρικων των χαδιάρικων
    αιτιατική τους χαδιάρικους τις χαδιάρικες τα χαδιάρικα
     κλητική χαδιάρικοι χαδιάρικες χαδιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαδιάρικος < χαδιάρης < χάδι

  Επίθετο επεξεργασία

χαδιάρικος -η -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία