chatouillant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chatouillant | chatouillants |
θηλυκό | chatouillante | chatouillantes |
Επίθετο
επεξεργασίαchatouillant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chatouillant | chatouillants |
θηλυκό | chatouillante | chatouillantes |
chatouillant (fr)