Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χάσικος η χάσικη το χάσικο
      γενική του χάσικου της χάσικης του χάσικου
    αιτιατική τον χάσικο τη χάσικη το χάσικο
     κλητική χάσικε χάσικη χάσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χάσικοι οι χάσικες τα χάσικα
      γενική των χάσικων των χάσικων των χάσικων
    αιτιατική τους χάσικους τις χάσικες τα χάσικα
     κλητική χάσικοι χάσικες χάσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάσικος < (άμεσο δάνειο) τουρκική has + -ικος < αραβική خاص (xāss)

  Επίθετο επεξεργασία

χάσικος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία