↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτόσπαθο τα φωτόσπαθα
      γενική του φωτόσπαθου των φωτόσπαθων
    αιτιατική το φωτόσπαθο τα φωτόσπαθα
     κλητική φωτόσπαθο φωτόσπαθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωτόσπαθο < φωτό- + σπαθ(ί) + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lightsaber

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /foˈto.spa.θo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωτόσπαθο, ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία