φωτοφανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φωτοφανής | η | φωτοφανής | το | φωτοφανές |
γενική | του | φωτοφανούς* | της | φωτοφανούς | του | φωτοφανούς |
αιτιατική | τον | φωτοφανή | τη | φωτοφανή | το | φωτοφανές |
κλητική | φωτοφανή(ς) | φωτοφανής | φωτοφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φωτοφανείς | οι | φωτοφανείς | τα | φωτοφανή |
γενική | των | φωτοφανών | των | φωτοφανών | των | φωτοφανών |
αιτιατική | τους | φωτοφανείς | τις | φωτοφανείς | τα | φωτοφανή |
κλητική | φωτοφανείς | φωτοφανείς | φωτοφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφωτοφανής
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτοφανής
|