↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωταψία οι φωταψίες
      γενική της φωταψίας των φωταψιών
    αιτιατική τη φωταψία τις φωταψίες
     κλητική φωταψία φωταψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωταψία < μεσαιωνική ελληνική φωταψία < φῶς + ἅπτω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωταψία θηλυκό

  1. φωταγώγηση, φωτοχυσία
    τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα, ανάσα ωκεανού (Ρίτσος, Σονάτα του Σεληνόφωτος)
  2. σύμπτωμα της κρίσης της ημικρανίας σε μερίδα ασθενών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία