φωνημικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωνημικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phonemic < αρχαία ελληνική φώνημα < φωνή
Επίθετο επεξεργασία
φωνημικός
- (γλωσσολογία) που έχει σχέση με το φώνημα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- φωνημικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φωνημικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωνημικός
|