Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυτοπαθολογικός η φυτοπαθολογική το φυτοπαθολογικό
      γενική του φυτοπαθολογικού της φυτοπαθολογικής του φυτοπαθολογικού
    αιτιατική τον φυτοπαθολογικό τη φυτοπαθολογική το φυτοπαθολογικό
     κλητική φυτοπαθολογικέ φυτοπαθολογική φυτοπαθολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυτοπαθολογικοί οι φυτοπαθολογικές τα φυτοπαθολογικά
      γενική των φυτοπαθολογικών των φυτοπαθολογικών των φυτοπαθολογικών
    αιτιατική τους φυτοπαθολογικούς τις φυτοπαθολογικές τα φυτοπαθολογικά
     κλητική φυτοπαθολογικοί φυτοπαθολογικές φυτοπαθολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτοπαθολογικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

φυτοπαθολογικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία