phytopathologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
phytopathologique | phytopathologiques |
phytopathologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
phytopathologique | phytopathologiques |
phytopathologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό