↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυτοορμόνη οι φυτοορμόνες
      γενική της φυτοορμόνης των φυτοορμονών
    αιτιατική τη φυτοορμόνη τις φυτοορμόνες
     κλητική φυτοορμόνη φυτοορμόνες
Συνήθως στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυτοορμόνη < φυτο- + ορμόνη, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phytohormone

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.to.oɾˈmo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐το‐ορ‐μό‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυτοορμόνη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)