φυτάνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυτάνη | οι | φυτάνες |
γενική | της | φυτάνης | των | φυτανών |
αιτιατική | τη | φυτάνη | τις | φυτάνες |
κλητική | φυτάνη | φυτάνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυτάνη < αρχαία ελληνική φυτάς ή φυταλιά < φυτόν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυτάνη θηλυκό
- το φυτώριο
- η καλλιεργήσιμη γη
- ο αμπελώνας, ελαιώνας