φυσικού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.siˈku/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐σι‐κού
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυσικού θηλυκό
- (προφορικό, επάγγελμα, εκπαίδευση) η καθηγήτρια του μαθήματος της φυσικής στο σχολείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία προφορική έκφραση για καθηγήτρια φυσικής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφυσικού