φυρόμυαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυρόμυαλος < αρχαία ελληνική φύρα
Επίθετο επεξεργασία
φυρόμυαλος
- που οι πνευματικές του ικανότητες είτε έχουν αμβλυνθεί λόγω γήρατος είτε εξαρχής ήταν μειωμένες, εκείνος που "χάνει", ο λειψός, ο τρόπον τινά βλάκας
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυρόμυαλος
|