φυλογλωσσολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυλογλωσσολογία < φύλο + -ο- + γλωσσολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική phylolinguistics)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυλογλωσσολογία θηλυκό
- (γλωσσολογία, νεολογισμός) ο κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά τη γλώσσα διαφόρων φύλων
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυλογλωσσολογία