φυλλοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυλλοφόρος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.loˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυλ‐λο‐φό‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαφυλλοφόρος, -α, -ο
- που έχει φύλλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυλλοφόρος
|