φυλλοκόπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυλλοκόπτης < φύλλο + -ο- + κόπτης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική leaf-cutter)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυλλοκόπτης αρσενικό
- (εντομολογία) είδος μυρμηγκιού που κόβει φύλλα
- Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο East Anglia αναφέρουν ότι τα μυρμήγκια φυλλοκόπτες μπορούν να σώσουν πολλές ζωές χάρη σε μια αντιβιοτική ουσία που παράγουν. (...) Ο ερευνητής προσέθεσε ότι τα μυρμήγκια φυλλοκόπτες —ονομάζονται έτσι διότι, όπως μαρτυρεί και το όνομά τους, κόβουν φύλλα σε κομμάτια, τα οποία και κουβαλούν με άνεση στη φωλιά τους— ελπίζεται ότι θα προσφέρουν τη νέα γενιά ισχυρών αντιβιοτικών τα οποία θα «κάμπτουν» την αντίσταση των υπερβακτηρίων. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυλλοκόπτης