φτωχοδιάβολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φτωχοδιάβολος < φτωχο- + διάβολος < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fto.xoˈðʝa.vo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτω‐χο‐διά‐βο‐λος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφτωχοδιάβολος αρσενικό
- (μεταφορικά) φουκαράς, κακομοίρης, κατακαημένος
- ※ Ποιος είναι τελικά ο ήρωας του Αρλτ; (...) Ημιπαράνομος, υπεξαιρέτης και υποψήφιος δολοφόνος ή μάρτυρας, αναξιοπαθών φτωχοδιάβολος και εκπεσών άγγελος; Ιδεολόγος επαναστάτης ή εξαγριωμένος φουκαράς, αποκλεισμένος από το σύστημα;
- Ρομπέρτο Αρλτ (Roberto Arlt), από την Περίληψη για το: Οι 7 τρελοί, μετάφραση από τα ισπανικά (Los siete locos, 1929): Δήμητρα Παπαβασιλείου, Εκδ. Ροές, 2008 απόσπασμα@biblionet
- ※ Ποιος είναι τελικά ο ήρωας του Αρλτ; (...) Ημιπαράνομος, υπεξαιρέτης και υποψήφιος δολοφόνος ή μάρτυρας, αναξιοπαθών φτωχοδιάβολος και εκπεσών άγγελος; Ιδεολόγος επαναστάτης ή εξαγριωμένος φουκαράς, αποκλεισμένος από το σύστημα;
Μεταφράσεις
επεξεργασία φτωχοδιάβολος