Δείτε επίσης: ἀναξιοπαθῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναξιοπαθώ < (ελληνιστική κοινήἀναξιοπαθέω / ἀναξιοπαθῶ < αρχαία ελληνική ἀνάξιος + πάσχω

αναξιοπαθώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία