απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
αναξιοπαθήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
αναξιοπαθώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
αναξιοπαθώ
|
αναξιοπαθείς
|
αναξιοπαθεί
|
αναξιοπαθούμε
|
αναξιοπαθείτε
|
αναξιοπαθούν
|
παρατατικός
|
αναξιοπαθούσα
|
αναξιοπαθούσες
|
αναξιοπαθούσε
|
αναξιοπαθούσαμε
|
αναξιοπαθούσατε
|
αναξιοπαθούσαν
|
αόριστος
|
αναξιοπάθησα
|
αναξιοπάθησες
|
αναξιοπάθησε
|
αναξιοπαθήσαμε
|
αναξιοπαθήσατε
|
αναξιοπάθησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα αναξιοπαθώ
|
θα αναξιοπαθείς
|
θα αναξιοπαθεί
|
θα αναξιοπαθούμε
|
θα αναξιοπαθείτε
|
θα αναξιοπαθούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα αναξιοπαθήσω
|
θα αναξιοπαθήσεις
|
θα αναξιοπαθήσει
|
θα αναξιοπαθήσουμε
|
θα αναξιοπαθήσετε
|
θα αναξιοπαθήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω αναξιοπαθήσει
|
έχεις αναξιοπαθήσει
|
έχει αναξιοπαθήσει
|
έχουμε αναξιοπαθήσει
|
έχετε αναξιοπαθήσει
|
έχουν αναξιοπαθήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα αναξιοπαθήσει
|
είχες αναξιοπαθήσει
|
είχε αναξιοπαθήσει
|
είχαμε αναξιοπαθήσει
|
είχατε αναξιοπαθήσει
|
είχαν αναξιοπαθήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω αναξιοπαθήσει
|
θα έχεις αναξιοπαθήσει
|
θα έχει αναξιοπαθήσει
|
θα έχουμε αναξιοπαθήσει
|
θα έχετε αναξιοπαθήσει
|
θα έχουν αναξιοπαθήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να αναξιοπαθώ
|
να αναξιοπαθείς
|
να αναξιοπαθεί
|
να αναξιοπαθούμε
|
να αναξιοπαθείτε
|
να αναξιοπαθούν
|
αόριστος
|
να αναξιοπαθήσω
|
να αναξιοπαθήσεις
|
να αναξιοπαθήσει
|
να αναξιοπαθήσουμε
|
να αναξιοπαθήσετε
|
να αναξιοπαθήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω αναξιοπαθήσει
|
να έχεις αναξιοπαθήσει
|
να έχει αναξιοπαθήσει
|
να έχουμε αναξιοπαθήσει
|
να έχετε αναξιοπαθήσει
|
να έχουν αναξιοπαθήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
αναξιοπάθει
|
|
|
αναξιοπαθείτε
|
|
αόριστος
|
|
αναξιοπάθησε
|
|
|
αναξιοπαθήστε
|
|
|