↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φρυκτώριον τὰ φρυκτώρι
      γενική τοῦ φρυκτωρίου τῶν φρυκτωρίων
      δοτική τῷ φρυκτωρί τοῖς φρυκτωρίοις
    αιτιατική τὸ φρυκτώριον τὰ φρυκτώρι
     κλητική ! φρυκτώριον φρυκτώρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρυκτωρίω
γεν-δοτ τοῖν  φρυκτωρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρυκτώριον < φρυκτωρ(ός) + -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρυκτώριον, -ου ουδέτερο

  • φάρος, πύργος με προειδοποιητική φωτεινή σήμανση
    ※  4ος πκε αιώνας Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 6 @scaife.perseus, 398a @archive.org
    • Τοσοῦτος δὲ ἦν ὁ κόσμος, καὶ μάλιστα τῶν φρυκτωριῶν, κατὰ διαδοχὰς πυρσευουσῶν ἀλλήλαις ἐκ περάτων τῆς ἀρχῆς μέχρι Σούσων καὶ Ἐκβατάνων, ὥστε τὸν βασιλέα γινώσκειν αὐθημερὸν πάντα τὰ ἐν τῇ Ἀσίᾳ καινουργούμενα.
    • Τοσοῦτος δὲ ἦν ὁ κόσμος, καὶ μάλιστα τῶν φρυκτωρίων, κατὰ διαδοχὰς πυρσευουσῶν ἀλλήλαις ἐκ περάτων τῆς ἀρχῆς μέχρι Σούσων καὶ Ἐκβατάνων, ὥστε τὸν βασιλέα γινώσκειν αὐθημερὸν πάντα τὰ ἐν τῇ Ἀσίᾳ καινουργούμενα.
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Πομπήιος, 24.3 @scaife.perseus
    ἦν δὲ καὶ ναύσταθμα πολλαχόθι πειρατικὰ καὶ φρυκτώρια τετειχισμένα,

Συγγενικά

επεξεργασία