Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Από το φρυκτός, πυρσός, δαυλί, και το ὥρα, φροντίδα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρυκτωρός αρσενικό αρχαία ελληνική

  • Φρουρός που μεταβιβάζει μηνύματα σε μεγάλη απόσταση κάνοντας φωτεινά σήματα με πυρσούς.

Συγγενικά επεξεργασία