φρενολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρενολόγος < φρενο(λογία) + -λόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρενολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ψυχολογία, επάγγελμα) ο ψυχίατρος, γιατρό που ειδικεύεται στη φρενολογία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρενολόγος
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.