φρακοφορεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρακοφορεμένος αρσενικό
- που φοράει φράκο
- (ειρωνικά) για κάποιον υπέρ το δέον πολυτελώς ή επίσημα ντυμένο
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρακοφορεμένος
|
φρακοφορεμένος αρσενικό
|