Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φουσκομάγουλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φουσκομάγουλ
ος
η
φουσκομάγουλ
η
το
φουσκομάγουλ
ο
γενική
του
φουσκομάγουλ
ου
της
φουσκομάγουλ
ης
του
φουσκομάγουλ
ου
αιτιατική
τον
φουσκομάγουλ
ο
τη
φουσκομάγουλ
η
το
φουσκομάγουλ
ο
κλητική
φουσκομάγουλ
ε
φουσκομάγουλ
η
φουσκομάγουλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φουσκομάγουλ
οι
οι
φουσκομάγουλ
ες
τα
φουσκομάγουλ
α
γενική
των
φουσκομάγουλ
ων
των
φουσκομάγουλ
ων
των
φουσκομάγουλ
ων
αιτιατική
τους
φουσκομάγουλ
ους
τις
φουσκομάγουλ
ες
τα
φουσκομάγουλ
α
κλητική
φουσκομάγουλ
οι
φουσκομάγουλ
ες
φουσκομάγουλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φουσκομάγουλος
<
φούσκα
+
-ο-
+
μάγουλο
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
φουσκομάγουλος
που τα
μάγουλά
του είναι
φουσκωμένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φουσκομάγουλος