φοροεισαγγελέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | φοροεισαγγελέας | οι | φοροεισαγγελείς |
γενική | του του/της |
φοροεισαγγελέα φοροεισαγγελέως |
των | φοροεισαγγελέων |
αιτιατική | τον/τη | φοροεισαγγελέα | τους/τις | φοροεισαγγελείς |
κλητική | φοροεισαγγελέα | φοροεισαγγελείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φοροεισαγγελέας < φόρ(ος) + -ο- + εισαγγελέας
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fo.ɾo.i.saŋ.ɟeˈle.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φο‐ρο‐ει‐σαγ‐γε‐λέ‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φοροεισαγγελέας αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός, οικονομία) εισαγγελέας με αρμοδιότητα σε φορολογικά ζητήματα
- ※ Φοροεισαγγελέας και σαρωτικοί έλεγχοι (*, Τα Νέα, 28 Απριλίου 2011)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φοροεισαγγελέας
|
Πηγές
επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr