φλοκωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φλοκωτός | η | φλοκωτή | το | φλοκωτό |
γενική | του | φλοκωτού | της | φλοκωτής | του | φλοκωτού |
αιτιατική | τον | φλοκωτό | τη | φλοκωτή | το | φλοκωτό |
κλητική | φλοκωτέ | φλοκωτή | φλοκωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φλοκωτοί | οι | φλοκωτές | τα | φλοκωτά |
γενική | των | φλοκωτών | των | φλοκωτών | των | φλοκωτών |
αιτιατική | τους | φλοκωτούς | τις | φλοκωτές | τα | φλοκωτά |
κλητική | φλοκωτοί | φλοκωτές | φλοκωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /flo.koˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλο‐κω‐τός
Επίθετο
επεξεργασίαφλοκωτός, -ή, -ό
- που έχει φλόκια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φλοκωτός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φλοκωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας