↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλοκωτός η φλοκωτή το φλοκωτό
      γενική του φλοκωτού της φλοκωτής του φλοκωτού
    αιτιατική τον φλοκωτό τη φλοκωτή το φλοκωτό
     κλητική φλοκωτέ φλοκωτή φλοκωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλοκωτοί οι φλοκωτές τα φλοκωτά
      γενική των φλοκωτών των φλοκωτών των φλοκωτών
    αιτιατική τους φλοκωτούς τις φλοκωτές τα φλοκωτά
     κλητική φλοκωτοί φλοκωτές φλοκωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλοκωτός < φλόκ(ι) + -ωτός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /flo.koˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλο‐κω‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

φλοκωτός, -ή, -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία