Δείτε επίσης: φιλομοφυλόφιλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλομοφυλοφιλικός η φιλομοφυλοφιλική το φιλομοφυλοφιλικό
      γενική του φιλομοφυλοφιλικού της φιλομοφυλοφιλικής του φιλομοφυλοφιλικού
    αιτιατική τον φιλομοφυλοφιλικό τη φιλομοφυλοφιλική το φιλομοφυλοφιλικό
     κλητική φιλομοφυλοφιλικέ φιλομοφυλοφιλική φιλομοφυλοφιλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλομοφυλοφιλικοί οι φιλομοφυλοφιλικές τα φιλομοφυλοφιλικά
      γενική των φιλομοφυλοφιλικών των φιλομοφυλοφιλικών των φιλομοφυλοφιλικών
    αιτιατική τους φιλομοφυλοφιλικούς τις φιλομοφυλοφιλικές τα φιλομοφυλοφιλικά
     κλητική φιλομοφυλοφιλικοί φιλομοφυλοφιλικές φιλομοφυλοφιλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλομοφυλοφιλικός < φιλο- + ομοφυλοφιλικός

  Επίθετο επεξεργασία

φιλομοφυλοφιλικός

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία