↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοαγροτικός η φιλοαγροτική το φιλοαγροτικό
      γενική του φιλοαγροτικού της φιλοαγροτικής του φιλοαγροτικού
    αιτιατική τον φιλοαγροτικό τη φιλοαγροτική το φιλοαγροτικό
     κλητική φιλοαγροτικέ φιλοαγροτική φιλοαγροτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοαγροτικοί οι φιλοαγροτικές τα φιλοαγροτικά
      γενική των φιλοαγροτικών των φιλοαγροτικών των φιλοαγροτικών
    αιτιατική τους φιλοαγροτικούς τις φιλοαγροτικές τα φιλοαγροτικά
     κλητική φιλοαγροτικοί φιλοαγροτικές φιλοαγροτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλοαγροτικός < φιλο- + αγροτικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.lo.a.ɣɾo.tiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλοαγροτικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία