Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαρυγγικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φαρυγγικ
ός
η
φαρυγγικ
ή
το
φαρυγγικ
ό
γενική
του
φαρυγγικ
ού
της
φαρυγγικ
ής
του
φαρυγγικ
ού
αιτιατική
τον
φαρυγγικ
ό
τη
φαρυγγικ
ή
το
φαρυγγικ
ό
κλητική
φαρυγγικ
έ
φαρυγγικ
ή
φαρυγγικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φαρυγγικ
οί
οι
φαρυγγικ
ές
τα
φαρυγγικ
ά
γενική
των
φαρυγγικ
ών
των
φαρυγγικ
ών
των
φαρυγγικ
ών
αιτιατική
τους
φαρυγγικ
ούς
τις
φαρυγγικ
ές
τα
φαρυγγικ
ά
κλητική
φαρυγγικ
οί
φαρυγγικ
ές
φαρυγγικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαρυγγικός
<
φάρυγξ
+ -ικός
Επίθετο
επεξεργασία
φαρυγγικός, -ή, -ό
σχετικός με τον
φάρυγγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαρυγγικός
γαλλικά
:
pharyngien
(fr)