pharyngien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pharyngien | pharyngiens |
θηλυκό | pharyngienne | pharyngiennes |
Επίθετο
επεξεργασίαpharyngien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pharyngien | pharyngiens |
θηλυκό | pharyngienne | pharyngiennes |
pharyngien (fr)