φαρμακοληψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαρμακοληψία < λόγια λέξη φάρμακον και λῆψις ( < λαμβάνω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαρμακοληψία θηλυκό
- (ιατρική) η λήψη φαρμακευτικού σκευάσματος με οποιοδήποτε τρόπο ( κατάποση, ενδοφλέβια, με υπόθετο, διαδερμικά, με εισπνοή)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαρμακοληψία
|