φαρμακοβιομηχανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαρμακοβιομηχανία < φαρμακο- + βιομηχανία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφαρμακοβιομηχανία θηλυκό
- ο κλάδος της βιομηχανίας που ασχολείται με την παρασκευή φαρμάκων και συχνά με την έρευνα για νέα σκευάσματα
- η πολιτική για τη φαρμακοβιομηχανία συζητήθηκε μεταξύ υπουργού και φορέων φαρμάκου
- εταιρεία παραγωγής φαρμάκου
- γνωστή φαρμακοβιομηχανία κατέθεσε πλάνο εξυγίανσης
Συνώνυμα
επεξεργασία- φαρμακευτικές εταιρείες
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαρμακοβιομηχανία