↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαντασιώδης η φαντασιώδης το φαντασιώδες
      γενική του φαντασιώδους της φαντασιώδους του φαντασιώδους
    αιτιατική τον φαντασιώδη τη φαντασιώδη το φαντασιώδες
     κλητική φαντασιώδη(ς) φαντασιώδης φαντασιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαντασιώδεις οι φαντασιώδεις τα φαντασιώδη
      γενική των φαντασιωδών των φαντασιωδών των φαντασιωδών
    αιτιατική τους φαντασιώδεις τις φαντασιώδεις τα φαντασιώδη
     κλητική φαντασιώδεις φαντασιώδεις φαντασιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαντασιώδης < (ελληνιστική κοινή)

  Επίθετο

επεξεργασία

φαντασιώδης

  1. ΅ο ευφάνταστος, εκείνος που έχει ζωηρή φαντασία
  2. ο φανταστικός, που υπάρχει στη φαντασία αλλά όχι στην πραγματικότητα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία