Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαγοκυτταρικός η φαγοκυτταρική το φαγοκυτταρικό
      γενική του φαγοκυτταρικού της φαγοκυτταρικής του φαγοκυτταρικού
    αιτιατική τον φαγοκυτταρικό τη φαγοκυτταρική το φαγοκυτταρικό
     κλητική φαγοκυτταρικέ φαγοκυτταρική φαγοκυτταρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαγοκυτταρικοί οι φαγοκυτταρικές τα φαγοκυτταρικά
      γενική των φαγοκυτταρικών των φαγοκυτταρικών των φαγοκυτταρικών
    αιτιατική τους φαγοκυτταρικούς τις φαγοκυτταρικές τα φαγοκυτταρικά
     κλητική φαγοκυτταρικοί φαγοκυτταρικές φαγοκυτταρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαγοκυτταρικός < φαγοκύτταρο

  Επίθετο επεξεργασία

φαγοκυτταρικός

σχετικός με τη φαγοκυττάρωση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία