Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαγοκύτωση οι φαγοκυτώσεις
      γενική της φαγοκύτωσης* των φαγοκυτώσεων
    αιτιατική τη φαγοκύτωση τις φαγοκυτώσεις
     κλητική φαγοκύτωση φαγοκυτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φαγοκυτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαγοκύτωση < (άμεσο δάνειο) αγγλική phagocytosis < phagocyte (αντιδάνειο) ἔφαγον + κύτος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηλυκό

  • Η διαδικασία της φαγοκυττάρωσης, που αρχικά αποδόθηκε ως φαγοκύτωση από τον όρο του Νομεπλίστα Μέτσνικοφ phagocytes για τα φαγοκύτταρα

Δείτε επίσης επεξεργασία

φαγοκυττάρωση