↓ πτώσεις
|
ενικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
ο
|
φαγεσωρογόνος
|
η
|
φαγεσωρογόνος & φαγεσωρογόνα
|
το
|
φαγεσωρογόνο
|
γενική
|
του
|
φαγεσωρογόνου
|
της
|
φαγεσωρογόνου & φαγεσωρογόνας
|
του
|
φαγεσωρογόνου
|
αιτιατική
|
τον
|
φαγεσωρογόνο
|
τη
|
φαγεσωρογόνο & φαγεσωρογόνα
|
το
|
φαγεσωρογόνο
|
κλητική
|
|
φαγεσωρογόνε
|
|
φαγεσωρογόνε & φαγεσωρογόνα
|
|
φαγεσωρογόνο
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
οι
|
φαγεσωρογόνοι
|
οι
|
φαγεσωρογόνοι & φαγεσωρογόνες
|
τα
|
φαγεσωρογόνα
|
γενική
|
των
|
φαγεσωρογόνων
|
των
|
φαγεσωρογόνων
|
των
|
φαγεσωρογόνων
|
αιτιατική
|
τους
|
φαγεσωρογόνους
|
τις
|
φαγεσωρογόνους & φαγεσωρογόνες
|
τα
|
φαγεσωρογόνα
|
κλητική
|
|
φαγεσωρογόνοι
|
|
φαγεσωρογόνοι & φαγεσωρογόνες
|
|
φαγεσωρογόνα
|
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|