↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φάριο τα φάρια
      γενική του φάριου
φαρίου
των φάριων
φαρίων
    αιτιατική το φάριο τα φάρια
     κλητική φάριο φάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φάριο < (καθαρεύουσα) φάριον < ελληνιστική κοινή φάριον[1] < αρχαία ελληνική φᾶρος (κομμάτι υφάσματος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfa.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φά‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φάριο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .