φάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φάριο | τα | φάρια |
γενική | του | φάριου & φαρίου |
των | φάριων & φαρίων |
αιτιατική | το | φάριο | τα | φάρια |
κλητική | φάριο | φάρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φάριο < (καθαρεύουσα) φάριον < ελληνιστική κοινή φάριον[1] < αρχαία ελληνική φᾶρος (κομμάτι υφάσματος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfa.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φά‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάριο ουδέτερο
- (ενδυμασία, επίσημο) το κόκκινο κάλυμμα της κεφαλής (φέσι με μακριά μαύρη φούντα) που φορούν οι εύζωνοι
- ※ Το «φάριο» θυμίζει ένα τούρκικο φέσι, αλλά έχει και μια μικρή ελληνική σημαία μπροστά (Vasili Bachtsevanidis, Πάμε! Pame! A2: Der Griechischkurs. Kursbuch. Μόναχο: Hueber Verlag, 2012, σ. 28. ISBN 978-3-19-005462-6· google books, πρόσβαση: 2020-12-29)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φάριο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .